Dictionary of Greek. 2013.
δρόμημα — δράμημα running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράμημα — το βλ. δρόμημα … Dictionary of Greek
λέσχημα — λέσχημα, τὸ (Α) φλυαρία, κουτσομπολιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + κατάλ. ημα (πρβλ. δρόμος: δρόμημα, τροφή: τρόφημα)] … Dictionary of Greek